- πλύνιον
- πλῠν-ιον, τό, Dim. of sq. 1, IG14.217.35 (Acrae, pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλύνιον — ίου, τὸ, Α [πλυνός] υποκορ. τού πλυνός … Dictionary of Greek